παλιόπαιδο

παλιόπαιδο
το
1. παιδί κακότροπο ή κακής διαγωγής
2. θωπευτική προσφώνηση σε αγαπητό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + παιδί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιόπαιδο — το 1. παιδί κακής διαγωγής, αλλ. αλάνι, μόρτης, αλητόπαιδο. 2. απλώς επιτιμητική λέξη: Γιατί δεν έρχεσαι να μας δεις, παλιόπαιδο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 …   Deutsch Wikipedia

  • Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes …   Deutsch Wikipedia

  • βρομόπαιδο — το 1. ακάθαρτο παιδί 2. αδιάντροπο παιδί, παλιόπαιδο …   Dictionary of Greek

  • εδώ — (Μ ἐδῶ) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο 2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμή νεοελλ. 1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς… …   Dictionary of Greek

  • κακόπαιδο — το (πολλές φορές και χαϊδευτικά) κακό, άτακτο ή δύστροπο παιδί, παλιόπαιδο …   Dictionary of Greek

  • κωλόπαιδο — και κωλοπαίδι, το 1. παιδί ή, γενικά, νέος με κακό χαρακτήρα, παλιόπαιδο 2. άτακτο, ενοχλητικό ή εκυευριστικό παιδί …   Dictionary of Greek

  • σκατόπαιδο — το, Ν παιδί κακότροπο ή κακομαθημένο, παλιόπαιδο …   Dictionary of Greek

  • σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”